συγκινησία

συγκινησία
η, Ν
βιολ. ακούσια κίνηση μιας ομάδας μυών που συνοδεύει μια εκούσια ή αντανακλαστική κίνηση ενός άλλου μέρους τού σώματος, όπως π.χ. κατά τη βάδιση κινούνται οι βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. synkinesis (< συν-* + κίνηση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”